- αλεποουρά
- και αλεπουρά και αλεπονουρά, η 1. η ουρά τής αλεπούς2. είδος σταφυλιού με μακρουλές ρώγες (αλλ. αλεπίτσα)3. διάφορα αγρωστώδη φυτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + ουρά.ΠΑΡ. νεοελλ. αλέπουρας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλέπουρας — ο το αποξηραμένο στέλεχος τών φυτών ασφοδέλου και νάρθηκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπουρά ή αλεποουρά*] … Dictionary of Greek
αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… … Dictionary of Greek
αλεπονορά — αλεπονορά, η και αλεποουρά, η η ουρά της αλεπούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)